- περιέδραμον
- περιέδραμον s. περιτρέχω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
περιέδραμον — περϊέδραμον , περιτρέχω run round and round aor ind act 3rd pl περϊέδραμον , περιτρέχω run round and round aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)